σιγομίλημα

σιγομίλημα
το, -ατος
ψίθυρος, χαμηλόφωνη συζήτηση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σιγομίλημα — το, Ν [σιγομιλώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σιγομιλώ, συνομιλία που γίνεται σε χαμηλούς τόνους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”